ὁμοφρονῶ

ὁμοφρονῶ
ὁμοφρονέω
to be of the same mind
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
ὁμοφρονέω
to be of the same mind
pres ind act 1st sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ομοφρονώ — (Α ὁμοφρονῶ, έω) [ομόφρων] έχω τις ίδιες σκέψεις, τα ίδια φρονήματα και τις ίδιες αρχές, απόψεις ή διαθέσεις με κάποιον άλλο, συμφωνώ, είμαι ομόφρων («οὐκ ἐθελῆσαι ὁμοφρονέειν, ἀλλὰ γνώμῃ διενειχθέντας», Ηρόδ.) …   Dictionary of Greek

  • ομοφρονώ — έχω τα ίδια φρονήματα με άλλον, τις ίδιες αρχές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αδελφονοώ — ἀδελφονοῶ ( έω) (Μ) ομοφρονώ, έχω την ίδια γνώμη με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ἀδελφόνους < ἀδελφὸς + νοῦς] …   Dictionary of Greek

  • συνθυμώ — έω, Α 1. έχω την ίδια άποψη με κάποιον, ομοφρονώ 2. νιώθω τα ίδια συναισθήματα με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + θυμῶ (< θυμος < θυμός), πρβλ. ἐπι θυμῶ, κατα θυμῶ] …   Dictionary of Greek

  • συνομοφρονώ — έω, Μ συνομονοῶ*, συμφωνώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ὁμοφρονῶ «συμφωνώ»] …   Dictionary of Greek

  • συντίθημι — ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυντίθημι και συντιθῶ, έω, Α [τίθημι] νεοελλ. (μόνο το μέσ.) συντίθεμαι σύγκειμαι, αποτελούμαι («το έργο είναι συντεθειμένο από πολλά μέρη») μσν. αρχ. 1. συνενώνω («φύσις πυρὸς... συνετέθη τῇ φύσει τοῡ σιδηροῡ», Λεόντ. Ιερ.) 2.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”